πολυδιάφθορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδιάφθορος''': -ον, ὁ πολλὴν ἐπιφέρων καταστροφήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 171.
|lstext='''πολυδιάφθορος''': -ον, ὁ πολλὴν ἐπιφέρων καταστροφήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 171.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ [[καταστρεπτικός]], πολύ [[φθοροποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διάφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>διάφθορος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδιάφθορος Medium diacritics: πολυδιάφθορος Low diacritics: πολυδιάφθορος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΑΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: polydiáphthoros Transliteration B: polydiaphthoros Transliteration C: polydiafthoros Beta Code: poludia/fqoros

English (LSJ)

ον,

   A much-destroyed, Sch.Il.4.171.

German (Pape)

[Seite 662] viel verderbend, Schol. Il. 4, 171.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιάφθορος: -ον, ὁ πολλὴν ἐπιφέρων καταστροφήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 171.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ καταστρεπτικός, πολύ φθοροποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διάφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. ευ-διάφθορος].