πολυδήριτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδήρῑτος''': -ον, [[περιμάχητος]], Ὀππ. Ἁλ. 5, 328.
|lstext='''πολυδήρῑτος''': -ον, [[περιμάχητος]], Ὀππ. Ἁλ. 5, 328.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δῆρις]], -<i>ιτος</i> «[[μάχη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αμφι</i>-<i>δήριτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδήρῑτος Medium diacritics: πολυδήριτος Low diacritics: πολυδήριτος Capitals: ΠΟΛΥΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: polydḗritos Transliteration B: polydēritos Transliteration C: polydiritos Beta Code: poludh/ritos

English (LSJ)

ον,

   A much-contested, Opp. H.5.328.

German (Pape)

[Seite 662] viel bestritten, um was viel gekämpft wird, Opp. Hal. 5, 328.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδήρῑτος: -ον, περιμάχητος, Ὀππ. Ἁλ. 5, 328.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δῆρις, -ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφι-δήριτος)].