πολύηχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύηχος''': -ον, = [[πολυηχής]], Φίλων 1. 372, κτλ.· μεταφ., [[βίος]] [[τραχώδης]] καὶ π., [[θορυβώδης]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. τ. 1. 46. Ἐπίρρ. -χως, Αἰλ. π. Ζ. 12. 28.
|lstext='''πολύηχος''': -ον, = [[πολυηχής]], Φίλων 1. 372, κτλ.· μεταφ., [[βίος]] [[τραχώδης]] καὶ π., [[θορυβώδης]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. τ. 1. 46. Ἐπίρρ. -χως, Αἰλ. π. Ζ. 12. 28.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύηχος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πολυηχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θορυβώδης]], [[πολυτάραχος]] («[[βίος]]... [[πολύηχος]]», Επίκτ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυήχως</i> Α<br />με πολλούς ήχους, με [[πολυφωνία]] («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>ηχος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύηχος Medium diacritics: πολύηχος Low diacritics: πολύηχος Capitals: ΠΟΛΥΗΧΟΣ
Transliteration A: polýēchos Transliteration B: polyēchos Transliteration C: polyichos Beta Code: polu/hxos

English (LSJ)

ον,

   A = πολυηχής, γῆρυς, θάλασσα, Ph.1.373, Sch.S.Aj.695: metaph., χωρίον ψυχῆς Ph.1.372; βίος ταραχώδης καὶ π. noisy, Epict.Gnom.1. Adv. -χως Ael.NA12.28.

German (Pape)

[Seite 663] = πολυηχής, Sp.; ᾄδειν πολυήχως, Ael. H. A. 12, 27.

Greek (Liddell-Scott)

πολύηχος: -ον, = πολυηχής, Φίλων 1. 372, κτλ.· μεταφ., βίος τραχώδης καὶ π., θορυβώδης, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. τ. 1. 46. Ἐπίρρ. -χως, Αἰλ. π. Ζ. 12. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύηχος, -ον, ΝΜΑ
πολυηχής
αρχ.
θορυβώδης, πολυτάραχοςβίος... πολύηχος», Επίκτ.).
επίρρ...
πολυήχως Α
με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ-ηχος].