πολυπόρευτος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠπόρευτος''': -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος [[πολυπάτητος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[πολύστιπτος]].
|lstext='''πολῠπόρευτος''': -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος [[πολυπάτητος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[πολύστιπτος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, [[πολυσύχναστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πορευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πορεύω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-<i>πόρευτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπόρευτος Medium diacritics: πολυπόρευτος Low diacritics: πολυπόρευτος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: polypóreutos Transliteration B: polyporeutos Transliteration C: polyporeftos Beta Code: polupo/reutos

English (LSJ)

ον,

   A much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.

German (Pape)

[Seite 669] viel gegangen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο-πόρευτος].