πομφολύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(SL_2)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πομφολύζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[well]] up ἐκ δ' ἄῤ [[αὐτοῦ]] πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)
|sltr=[[πομφολύζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[well]] up ἐκ δ' ἄῤ [[αὐτοῦ]] πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)
}}
{{grml
|mltxt=ἡ πομφολύσσω Α<br />[[παφλάζω]], [[βγάζω]] πομφόλυγες, [[αναβράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πομφολύζω]] / <i>πομφολύσσω</i> παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. [[πομφόλυξ]], -<i>υγος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μορμώ]]: [[μορμολύττομαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολύζω Medium diacritics: πομφολύζω Low diacritics: πομφολύζω Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΖΩ
Transliteration A: pompholýzō Transliteration B: pompholyzō Transliteration C: pomfolyzo Beta Code: pomfolu/zw

English (LSJ)

or πομφολῠγ-ύσσω,

   A bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.

German (Pape)

[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.

French (Bailly abrégé)

s’échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.

English (Slater)

πομφολύζω
   1 well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].