ποστημόριον: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(6_22) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποστημόριον''': τὸ, τί [[μέρος]] ἢ [[κλάσμα]] τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C. | |lstext='''ποστημόριον''': τὸ, τί [[μέρος]] ἢ [[κλάσμα]] τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[μέρος]], [[κλάσμα]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποστός]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<b>πρβλ.</b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεκατη</i>-[[μόριον]], <i>τεταρτη</i>-[[μόριον]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[ανομοίωση]] [[προς]] [[αποφυγή]] τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
and ποστήμορον, τό,
A fraction, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ποστημόριον: τὸ, τί μέρος ἢ κλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μέρος, κλάσμα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών].