πραγματίας: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πραγμᾰτίας''': -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7. | |lstext='''πραγμᾰτίας''': -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγος]] [[πραγματίας]]» — [[λόγος]] που προκαλεί [[ενόχληση]] και [[δυσαρέσκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A tiresome, λόγος Com.Adesp.894.
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, der viel zu thun macht, λόγος, B. A. 58 erkl. ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτίας: -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κοπιαστικός, κουραστικός
2. φρ. «λόγος πραγματίας» — λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + κατάλ. -ίας
(πρβλ. τραυματ-ίας)].