προανακρούω: Difference between revisions
(6_2) |
(34) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προανακρούω''': [[κρούω]] ἢ ὠθῶ [[ὀπίσω]] πρότερον, [[ἀναχαιτίζω]], Φίλων ΙΙ. 205, 3. ― Παθ., πρῶτος ἢ πρότερον ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, Κλήμ. Ἀλ. 634. ΙΙ. Μέσ., προανακρούσασθαί τι, ἐν τῇ Μουσικῇ, [[παίζω]] ὡς [[προοίμιον]] ἢ προανάκρουσιν, Πλούτ. 2. 161C· [[εἰσάγω]] ἐν εἴδει προανακρούσεως, πρ. καὶ προαναφωνῆσαι τὰ τοῦ Ἐμπεδοκλέους [[αὐτόθι]] 996Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διδασκάλων μουσικῆς, ὡς οἱ γράμματα καὶ μουσικὴν διδάσκοντες αὐτοὶ προανακρούονται Πλούτ. 2. 790Ε. ― Παθητ., τί... ταυτὶ προανακέκρουσται; Φιλόστρ. 861. | |lstext='''προανακρούω''': [[κρούω]] ἢ ὠθῶ [[ὀπίσω]] πρότερον, [[ἀναχαιτίζω]], Φίλων ΙΙ. 205, 3. ― Παθ., πρῶτος ἢ πρότερον ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, Κλήμ. Ἀλ. 634. ΙΙ. Μέσ., προανακρούσασθαί τι, ἐν τῇ Μουσικῇ, [[παίζω]] ὡς [[προοίμιον]] ἢ προανάκρουσιν, Πλούτ. 2. 161C· [[εἰσάγω]] ἐν εἴδει προανακρούσεως, πρ. καὶ προαναφωνῆσαι τὰ τοῦ Ἐμπεδοκλέους [[αὐτόθι]] 996Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διδασκάλων μουσικῆς, ὡς οἱ γράμματα καὶ μουσικὴν διδάσκοντες αὐτοὶ προανακρούονται Πλούτ. 2. 790Ε. ― Παθητ., τί... ταυτὶ προανακέκρουσται; Φιλόστρ. 861. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[ἀνακρούω]]<br /><b>μέσ.</b> [[προανακρούομαι]]<br />[[εκτελώ]] [[προανάκρουσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] από [[πριν]] ή [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] σαν [[προανάκρουσμα]]<br /><b>3.</b> (για δάσκαλο μουσικής) [[παίζω]] μουσικό [[τεμάχιο]] ως [[παράδειγμα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀναχαιτίζω]]». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 706] (s. κρούω), zuvor od. zuerst zurückstoßen, pass. zuvor zurückgestoßen werden, sich vorher zurückziehen, Sp. – Med. vorher die Saiten schlagen, übh. präludiren; Plut. sept. sap. conv. 18 p. 44, der de esu carn. 1 g. E. verbindet προανακρούσασθαι (v. l. προσανακρ.) καὶ προαναφωνῆσαι; τί δή μοι ταυτὶ προανακέκρουσται, Philostr. iun. imagg. praef.; vgl. Schaef. melet. p. 13.
Greek (Liddell-Scott)
προανακρούω: κρούω ἢ ὠθῶ ὀπίσω πρότερον, ἀναχαιτίζω, Φίλων ΙΙ. 205, 3. ― Παθ., πρῶτος ἢ πρότερον ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, Κλήμ. Ἀλ. 634. ΙΙ. Μέσ., προανακρούσασθαί τι, ἐν τῇ Μουσικῇ, παίζω ὡς προοίμιον ἢ προανάκρουσιν, Πλούτ. 2. 161C· εἰσάγω ἐν εἴδει προανακρούσεως, πρ. καὶ προαναφωνῆσαι τὰ τοῦ Ἐμπεδοκλέους αὐτόθι 996Β· ὡσαύτως ἐπὶ διδασκάλων μουσικῆς, ὡς οἱ γράμματα καὶ μουσικὴν διδάσκοντες αὐτοὶ προανακρούονται Πλούτ. 2. 790Ε. ― Παθητ., τί... ταυτὶ προανακέκρουσται; Φιλόστρ. 861.
Greek Monolingual
ΝΑ ἀνακρούω
μέσ. προανακρούομαι
εκτελώ προανάκρουσμα
αρχ.
1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από πριν ή πρώτος
2. εισάγω κάτι σαν προανάκρουσμα
3. (για δάσκαλο μουσικής) παίζω μουσικό τεμάχιο ως παράδειγμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναχαιτίζω».