προδιορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προδιορίζω''': [[ὁρίζω]] [[προηγουμένως]], Διόδ. 12. 2, Γαλην. κλπ.· πρ. βραχέα [[περί]] τινος Διόδ. 1. 4· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 5.
|lstext='''προδιορίζω''': [[ὁρίζω]] [[προηγουμένως]], Διόδ. 12. 2, Γαλην. κλπ.· πρ. βραχέα [[περί]] τινος Διόδ. 1. 4· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 5.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[θέτω]] όρια, [[ορίζω]] [[προηγουμένως]] («[[βούλομαι]] βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διακανονίζω]], [[διευθετώ]], εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διορίζω]] «[[ορίζω]], [[διαχωρίζω]], [[καθορίζω]], [[διακρίνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιορίζω Medium diacritics: προδιορίζω Low diacritics: προδιορίζω Capitals: ΠΡΟΔΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prodiorízō Transliteration B: prodiorizō Transliteration C: prodiorizo Beta Code: prodiori/zw

English (LSJ)

   A limit or define beforehand, D.S.12.2, Alex.Aphr.in Top.146.17, al.; βραχέα π. περί τινος D.S.1.4:—Med., ib.5, Ph.1.442, Hermog.Id.1.1, Aps.p.247H. (also, make arrangements beforehand, Orib.45.18.17):—Pass., Ph.1.631.

German (Pape)

[Seite 716] vorher begränzen, D. Sic. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προδιορίζω: ὁρίζω προηγουμένως, Διόδ. 12. 2, Γαλην. κλπ.· πρ. βραχέα περί τινος Διόδ. 1. 4· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 5.

Greek Monolingual

Α
1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένωςβούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.)
2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»].