προδιάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προδιάκειμαι''': Παθ., [[διάκειμαι]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 14.
|lstext='''προδιάκειμαι''': Παθ., [[διάκειμαι]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 14.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />βρίσκομαι εκ τών προτέρων σε μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική [[κατάσταση]] ή [[διάθεση]] («[[προδιάκειμαι]] τῇ γνώμῃ», Αρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διάκειμαι]] «βρίσκομαι σε μια [[θέση]] ή ψυχική [[κατάσταση]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιάκειμαι Medium diacritics: προδιάκειμαι Low diacritics: προδιάκειμαι Capitals: ΠΡΟΔΙΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prodiákeimai Transliteration B: prodiakeimai Transliteration C: prodiakeimai Beta Code: prodia/keimai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be in a certain condition or state before, τῇ γνώμῃ Arr.Epict.3.21.14.

German (Pape)

[Seite 715] (s. κεῖμαι), vorher in eine Lage, Stimmung versetzt sein, Arr. Epict.

Greek (Liddell-Scott)

προδιάκειμαι: Παθ., διάκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 14.

Greek Monolingual

Α
βρίσκομαι εκ τών προτέρων σε μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική κατάσταση ή διάθεσηπροδιάκειμαι τῇ γνώμῃ», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διάκειμαι «βρίσκομαι σε μια θέση ή ψυχική κατάσταση»].