προεπικόπτω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(6_2)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεπικόπτω''': [[ἐπικόπτω]] (δηλ. [[κόπτω]] τὸ [[ἄκρον]]) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε [[ἐπικοπή]].
|lstext='''προεπικόπτω''': [[ἐπικόπτω]] (δηλ. [[κόπτω]] τὸ [[ἄκρον]]) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε [[ἐπικοπή]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπικόπτω]]<br />[[κόβω]] [[προηγουμένως]] το [[άκρο]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπικόπτω Medium diacritics: προεπικόπτω Low diacritics: προεπικόπτω Capitals: ΠΡΟΕΠΙΚΟΠΤΩ
Transliteration A: proepikóptō Transliteration B: proepikoptō Transliteration C: proepikopto Beta Code: proepiko/ptw

English (LSJ)

   A cut down, trim first, στήλας IG7.3073.68,145(Lebad.).

Greek (Liddell-Scott)

προεπικόπτω: ἐπικόπτω (δηλ. κόπτω τὸ ἄκρον) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε ἐπικοπή.

Greek Monolingual

Α ἐπικόπτω
κόβω προηγουμένως το άκρο.