προίκιος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait qch gratuitement.<br />'''Étymologie:''' [[προίξ]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait qch gratuitement.<br />'''Étymologie:''' [[προίξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προίξ]], -<i>κός</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που δίνεται δωρεάν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προίκιος]] [[ἀοιδός]]» — ο τέττιγας, το [[τζιτζίκι]]<br />β) «[[προίκιος]] [[χάρις]]» — το [[μέλι]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προίκιος Medium diacritics: προίκιος Low diacritics: προίκιος Capitals: ΠΡΟΙΚΙΟΣ
Transliteration A: proíkios Transliteration B: proikios Transliteration C: proikios Beta Code: proi/kios

English (LSJ)

ον, = foreg. 1, π. ἀοιδός, of the cicada, AP6.120 (Leon.); π. χάρις, of honey, ib.9.404 (Antiphil.); dub. l. in Call.Fr. 542 = Oxy.2079.34.

German (Pape)

[Seite 725] = Vorigem; χάρις, heißt der Honig, Antiphil. 29 (IV, 404); ἀοιδός, d. i. τέττιξ, Leon. Tar. 60 (VI, 120).

Greek (Liddell-Scott)

προίκιος: ον = τῷ προηγ., πρ. ἀοιδός, ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 6. 120· πρ. χάρις, ἐπὶ τοῦ μέλιτος, αὐτόθι 9. 404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait qch gratuitement.
Étymologie: προίξ.

Greek Monolingual

-ον, Α προίξ, -κός]
1. αυτός που δίνεται δωρεάν
2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» — ο τέττιγας, το τζιτζίκι
β) «προίκιος χάρις» — το μέλι.