προσγυμνάζω: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=exercer à, <i>rég. ind. au dat.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γυμνάζω]]. | |btext=exercer à, <i>rég. ind. au dat.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γυμνάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] κάποιον σε [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατέρχομαι]] σε αγώνα με κάποιον<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προσγυμναζόμενος</i><br />ο [[προσγυμναστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A exercise at or in a thing, τινι Pl.Lg.647c:—Med., ὁ -αζόμενος,=sq., Gal.6.177 (v.l. προγ-) ; π. τινί Alex.Aphr.in Top.232.3; πολέμῳ -γεγυμνασμένος Plu.Marc.27. 2 metaph. in Med., enter into a contest with, τινι D.Chr.36.27: abs., M.Ant.6.20.
German (Pape)
[Seite 754] dabei, daran üben; Plat. Legg. I, 647 c; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος, Plut. Marcell. 27.
Greek (Liddell-Scott)
προσγυμνάζω: γυμνάζω, ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.
French (Bailly abrégé)
exercer à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, γυμνάζω.
Greek Monolingual
Α
1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον
2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον
3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος
ο προσγυμναστής.