προσελλείπω: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire qu’il y ait manque;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐλλείπω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire qu’il y ait manque;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐλλείπω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐλλείπω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για νωθρό δρομέα) [[μένω]] [[ακόμη]] [[πίσω]] («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ [[στάδιον]]» — ο Μάρκος έμεινε [[πίσω]] [[κατά]] [[ολόκληρο]] το [[μήκος]] του δρόμου, Λουκίλλ.)<br /><b>2.</b> [[υπολείπομαι]], [[χρειάζομαι]] [[ακόμη]] ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων δοῡναι χρόνον», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσελλείπω Medium diacritics: προσελλείπω Low diacritics: προσελλείπω Capitals: ΠΡΟΣΕΛΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proselleípō Transliteration B: proselleipō Transliteration C: proselleipo Beta Code: prosellei/pw

English (LSJ)

   A to be still wanting, π. τῷ σταδίῳ στάδιον fail by the whole length of the course, of a very slow runner, AP11.85 (Lucill.); τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων the sums still wanting, D.S.20.101, cf. IG4.4.9 (Aegina).

German (Pape)

[Seite 759] noch dazu, daran fehlen lassen; στάδιον σταδίῳ, ein Stadion am Stadion fehlen lassen, Lucill. 16, 5 (XI, 85); τὰ προσελλείποντα, das noch daran Fehlende, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

προσελλείπω: μένω ὀπίσω ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον, δηλ. μείνας ὀπίσω καθ’ ὁλόκληρον τὸ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐπὶ λίαν νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire qu’il y ait manque;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: πρός, ἐλλείπω.

Greek Monolingual

Α ἐλλείπω
1. (κυρίως για νωθρό δρομέα) μένω ακόμη πίσω («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον» — ο Μάρκος έμεινε πίσω κατά ολόκληρο το μήκος του δρόμου, Λουκίλλ.)
2. υπολείπομαι, χρειάζομαι ακόμη ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων δοῡναι χρόνον», Διόδ.).