προσωνυμία: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />surnom.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὄνομα]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />surnom.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὄνομα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α [[προσώνυμος]]<br />πρόσθετο όνομα, [[επωνυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[δικαίωμα]] κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην [[κορυφή]] ενός καταλόγου ονομάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A surname, Hp.Morb.Sacr.1, Dsc.2.142, 3.3, Plu.Per.8,39, Gal.6.778, D.C.41.39, etc. II right of placing one's name at the head of an order, BCH51.220 (Thasos, pl.).
Greek (Liddell-Scott)
προσωνῠμία: ἡ, ἐπωνυμία, Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
surnom.
Étymologie: πρός, ὄνομα.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α προσώνυμος
πρόσθετο όνομα, επωνυμία
αρχ.
το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων.