πυκνωτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυκνωτικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν [[ἤτοι]] συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, [[δύναμις]] π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11. | |lstext='''πυκνωτικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν [[ἤτοι]] συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, [[δύναμις]] π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πυκνωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πυκνῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[πύκνωση]] ή αυτός που προκαλεί [[πύκνωση]] τών συστατικών ενός σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί [[τόνωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A serving to close the pores, δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22, cf. Sor.1.50, Aret.CA2.1; ψυχροί τε καὶ π., of N. winds, bracing, Ptol.Tetr.30.
German (Pape)
[Seite 816] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Oeffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Theile stärken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνωτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν ἤτοι συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, δύναμις π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πυκνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πυκνῶ
ο σχετικός με την πύκνωση ή αυτός που προκαλεί πύκνωση τών συστατικών ενός σώματος
αρχ.
(για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί τόνωση.