πυκνορράξ: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶγος (ὁ, ἡ)<br />aux grains drus <i>ou</i> serrés (grappe).<br />'''Étymologie:''' [[πυκνός]], [[ῥάξ]]. | |btext=ᾶγος (ὁ, ἡ)<br />aux grains drus <i>ou</i> serrés (grappe).<br />'''Étymologie:''' [[πυκνός]], [[ῥάξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και [[πυκνορρώξ]], -ῶγος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει πυκνές ρώγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ῥάξ</i> / <i>ῥώξ</i> «[[ρώγα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾶγος, (ῥάξ)
A thick with berries, AP6.22 (Zon., ap.Suid., but πυκνόρρωγα or πυκνορρῶγα codd. as in Str.15.2.14).
Greek (Liddell-Scott)
πυκνορράξ: ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.
French (Bailly abrégé)
ᾶγος (ὁ, ἡ)
aux grains drus ou serrés (grappe).
Étymologie: πυκνός, ῥάξ.
Greek Monolingual
-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και πυκνορρώξ, -ῶγος, ὁ, Α
αυτός που έχει πυκνές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»].