πυρωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρωτός''': -ή, -όν, ([[πυρόω]]) ὁ [[πυρώδης]], καίων, συντελῶν πρὸς πύρωσιν ἢ ὄπτησιν, πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 21. | |lstext='''πῠρωτός''': -ή, -όν, ([[πυρόω]]) ὁ [[πυρώδης]], καίων, συντελῶν πρὸς πύρωσιν ἢ ὄπτησιν, πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρῶ</i>, -<i>όω]]<br /><b>1.</b> [[διάπυρος]], [[φλογερός]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του πλανήτη Άρη. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fiery, Antiph.217.21; epith. of the planet Mars, Vett.Val. 249.5.
German (Pape)
[Seite 826] feurig; καὶ λαμπρός, Plut. de Pyth. or. 21; τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρωτός: -ή, -όν, (πυρόω) ὁ πυρώδης, καίων, συντελῶν πρὸς πύρωσιν ἢ ὄπτησιν, πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 21.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [[πυρῶ, -όω]]
1. διάπυρος, φλογερός
2. προσωνυμία του πλανήτη Άρη.