πωρόμφαλον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωρόμφᾰλον''': τό, «πωρόμφαλόν ἐστι πώρου [[σύστασις]] κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλην. τ. 2, σ. 274. | |lstext='''πωρόμφᾰλον''': τό, «πωρόμφαλόν ἐστι πώρου [[σύστασις]] κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλην. τ. 2, σ. 274. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[σκλήρυνση]] του ομφαλού («πωρόμφαλόν ἐστι πώρου [[σύστασις]] κατὰ τὸν ὀμφαλόν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A stony concretion in the navel cavity, Gal.19.445.
German (Pape)
[Seite 828] τό, Nabelverhärtung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πωρόμφᾰλον: τό, «πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλην. τ. 2, σ. 274.
Greek Monolingual
τὸ, Α
σκλήρυνση του ομφαλού («πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ὀμφαλός.