ῥαβδωτός: Difference between revisions
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />rayé, cannelé, strié.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]]. | |btext=ή, όν :<br />rayé, cannelé, strié.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαβδωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαβδοῡμαι</i> / [[ραβδώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, [[γραμμωτός]] («ραβδωτοί μύες»)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, [[αυλακωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ραβδωτό [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[τμήμα]] του εξωπυραμιδικού συστήματος του εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή [[πυρήνα]] και εντοπιζόμενο στη [[βάση]] τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («[[ῥαβδωτός]]... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (as if from ῥαβδόω, cf. ῥάβδος)
A made or plaited with rods, ῥ. θύραι wicker hurdles, D.S.3.22. II (ῥάβδος 111) striped, ἱμάτια X.Cyr.8.3.16; of shells, ribbed, fluted, keeled, Arist.HA528a25, Fr.304; so of a cup, ribbed, IG11(2).162 B26 (Delos, iii B.C.), Polem.Hist.60.
German (Pape)
[Seite 830] 1) von Ruthen gemacht, geflochten, θύραι, D. Sic. 3, 22. – 2) gestreift, bes. der Länge nach; ἱμάτια, Xen. Cyr. 8, 3, 16; eine Muschelart, Arist. H. A. 4, 4; von einem Becher, Mnesith. b. Ath. XI, 484 c. S. das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδωτός: -ή, -όν, (ὅπερ ἐκ ῥήμ. ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος), πεποιημένος ἢ πεπλεγμένος ἐκ ῥάβδων, ῥ. θύραι, πλεκτὰ καλύμματα, Διόδ. 3. 22. ΙΙ. (ῥάβδος ΙΙ) ἔχων γραμμὰς ἢ σειράς, ἱμάτια Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· ἐπὶ ζῴων ἐχόντων ἐπὶ τοῦ δέρματος σειρὰς ῥαβδοειδεῖς, Λατ. virgatus, μάλιστα κατὰ μῆκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6· ἐπὶ κιόνων, αὐλακωτός, Εὐστρατ. Ὑπομνήματα εἰς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4· οὕτως ἐπὶ ποτηρίου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rayé, cannelé, strié.
Étymologie: ῥάβδος.
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / ῥαβδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω
1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες»)
2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός
νεοελλ.
φρ. «ραβδωτό σώμα»
ανατ. τμήμα του εξωπυραμιδικού συστήματος του εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή πυρήνα και εντοπιζόμενο στη βάση τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («ῥαβδωτός... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», Διοσκ.).
}}