ῥιγεδανός: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui fait frissonner de crainte, qui inspire l’horreur.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]]. | |btext=ή, όν :<br />qui fait frissonner de crainte, qui inspire l’horreur.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ρίγος]]<br /><b>2.</b> (κατ) επέκτ.) [[φρικτός]], [[φοβερός]]<br /><b>3.</b> ο [[ριγηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥιγεδανῶς</i> Α<br />με [[ρίγος]], ῥιγηλῶς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]], πιθ. μέσω αμάρτυρου προσηγορικού <i>ῥιγεδών</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥιγέω]], -<i>ῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>δών</i>), <b>πρβλ.</b> [[πευκεδανός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A making one shudder, ῥιγεδανὴ Ἑλένη at whose name one shudders, horrible, Il.19.325; so ῥ. γῆρυς A.R.4.1343, cf. Opp.H.5.37; μοῖραν ῥιγεδανοῦ βιότου IG12(3).869.10 (Thera). 2 shivery, cold, ῥ. πηγυλίς AP9.384.24. Adv. -νῶς Tryph.558.
German (Pape)
[Seite 841] eigtl. vor Kälte starrend, schaurig; dah. übertr. = schrecklich, verabscheu't, Ἑλένη, Il. 19, 325, die Alten erkl. φρικώδης; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 18 Hal. 5, 37 u. sonst; auch zweier Endgn.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγεδᾰνός: -ή, -όν, κυρίως ὁ κάμνων τινὰ νὰ ἀνατριχιάσῃ ἐκ τοῦ ψύχους, παγετώδης, παρ’ Ὁμήρῳ μόνον μεταφορ., ῥιγεδανὴ Ἑλένη, ἧς τὸ ὄνομα προξενεῖ φρίκην, φρικτή, χαλεπή, Ἰλ. Τ. 325˙ οὕτω, ῥ. γῆρυς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1343, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 37˙ μοῖραν ῥιγεδανοῦ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 191. 6˙ - ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ῥ. πηγυλὶς Ἀνθ. Π. 9. 384. (Περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. ἠπεδανός, μηκεδανός, οὐτιδανός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιγεδανῆς˙ φρικώδους, χαλεπῆς, κακίστης, φοβερᾶς».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui fait frissonner de crainte, qui inspire l’horreur.
Étymologie: ῥῖγος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που προκαλεί ρίγος
2. (κατ) επέκτ.) φρικτός, φοβερός
3. ο ριγηλός.
επίρρ...
ῥιγεδανῶς Α
με ρίγος, ῥιγηλῶς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος, πιθ. μέσω αμάρτυρου προσηγορικού ῥιγεδών (< ῥιγέω, -ῶ + επίθημα -δών), πρβλ. πευκεδανός.