ῥιψαύχην: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(SL_2)
(36)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ῥιψαύχην]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in [[which]] the [[neck]] is tossed ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ (sic codd. Plutarchi 706e, 714c: ἐριαύχενι Plut. 623b: ὑψαύχενι Π.) Δ. 2. 13.
|sltr=[[ῥιψαύχην]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in [[which]] the [[neck]] is tossed ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ (sic codd. Plutarchi 706e, 714c: ἐριαύχενι Plut. 623b: ὑψαύχενι Π.) Δ. 2. 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που υψώνει [[ψηλά]] τον αυχένα<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[υπερήφανος]], [[αλαζονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>αύχην</i>, <i>στρεψ</i>-<i>αύχην</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιψαύχην Medium diacritics: ῥιψαύχην Low diacritics: ριψαύχην Capitals: ΡΙΨΑΥΧΗΝ
Transliteration A: rhipsaúchēn Transliteration B: rhipsauchēn Transliteration C: ripsaychin Beta Code: r(iyau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,

   A tossing the neck (or head), properly of horses: metaph., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Pi.Dith.Oxy.1604 ii 13.

German (Pape)

[Seite 846] ὁ, ἡ, den Nacken werfend, bäumend, b.s. vom Pferde, auch von muthigen, trotzigen, hoffartigen Menschen, ἀλαλαί τε ὀρινόμεναι ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ, Pind. frg. 224.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψώνων τὸν αὐχένα, κυρίως ἐπὶ ἵππων· μεταφορ., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Πινδ. Ἀποσπ. 224· πρβλ. ὑψαύχην, ἐριαύχην.

English (Slater)

ῥιψαύχην
   1 in which the neck is tossed ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ (sic codd. Plutarchi 706e, 714c: ἐριαύχενι Plut. 623b: ὑψαύχενι Π.) Δ. 2. 13.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα
2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μεγαλ-αύχην, στρεψ-αύχην)].