ῥητίνη: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(eksahir)
(36)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[resina]]
|esgtx=[[resina]]
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ῥητίνη]], ΝΑ<br />η [[φυσική]] [[ρητίνη]] και [[ιδίως]] του πεύκου, το [[ρετσίνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι ρητίνες</i><br /><b>χημ.</b> [[ασαφής]] συνοπτική [[ονομασία]] μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη [[μορφή]] στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φυσική]] [[ρητίνη]]»<br />(βοτ.-χημ.) [[μίγμα]] ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, [[ιδίως]] τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. <i>resina</i> (<b>πρβλ.</b> λ. [[ρετσίνα]])].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥητίνη Medium diacritics: ῥητίνη Low diacritics: ρητίνη Capitals: ΡΗΤΙΝΗ
Transliteration A: rhētínē Transliteration B: rhētinē Transliteration C: ritini Beta Code: r(hti/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A resin of the pine, Hp.Art.63, Arist.HA617a19, Thphr.HP9.2.1, al., Nic.Al.300,554, Dsc.1.71, etc. (Prob. a foreign word.)

German (Pape)

[Seite 841] ἡ, Harz, Gummi, lat. resina, weil es von selbst aus den Bäumen fließt (ῥεῖ); Arist. H. A. 9, 10; Pol. 5, 89, 9; Nic. Al. 300. 567; Theophr.; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥητίνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ῥετσῖνα», ἡ ἐκ πεύκης ῥέουσα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9, 2, 1, κτλ. (Κατὰ τὸν Ἰσίδωρ. ἐκ τοῦ ῥέω, ἡ ἐκρέουσα ἀπὸ τοῦ δένδρου· ἀλλ’ ἕτεροι νομίζουσι τὴν λέξιν ξένην.) [ῑ, Νικ. Ἀλεξιφ. 300, 567· οὕτω Λατ. resīna, Mart. 12. 32.]

Spanish

resina

Greek Monolingual

η / ῥητίνη, ΝΑ
η φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνι
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. οι ρητίνες
χημ. ασαφής συνοπτική ονομασία μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη μορφή στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.
2. φρ. «φυσική ρητίνη»
(βοτ.-χημ.) μίγμα ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, ιδίως τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. resina (πρβλ. λ. ρετσίνα)].