σάγμα: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />charge, attirail ; <i>d’où</i><br /><b>I.</b> attirail d’équipement :<br /><b>1</b> armure;<br /><b>2</b> vêtement, manteau;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> harnais de bête de somme, bât, selle;<br /><b>II.</b> tas, monceau.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; v. [[σάττω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />charge, attirail ; <i>d’où</i><br /><b>I.</b> attirail d’équipement :<br /><b>1</b> armure;<br /><b>2</b> vêtement, manteau;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> harnais de bête de somme, bât, selle;<br /><b>II.</b> tas, monceau.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; v. [[σάττω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και σάχμα Α<br />[[κατασκευή]] που εφαρμόζεται στη [[ράχη]] υποζυγίου και χρησιμεύει για την [[τοποθέτηση]] φορτίου [[πάνω]] σε αυτήν, κν. [[σαμάρι]] («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ [[σάγμα]] τῆς καμήλου», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθένας]] από τους τριβείς που παρεντίθενται [[μεταξύ]] του άξονα και του [[κυρίως]] εδράνου σιδηροδρομικού οχήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] ανθρώπων, μεγάλο [[πανωφόρι]], [[επενδύτης]]<br /><b>2.</b> [[επένδυμα]] ασπίδας («τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῡ σάγματος;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σωρός]], [[στοίβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σαγ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πράγ</i>-<i>μα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (σάττω) mostly in pl.,
A covering, clothing, esp. like σάγος, large cloak, Ar.V.1142; covering of a shield, E.Andr.617, Ar. Ach.574. II later, like σαγή 11, pack-saddle, Ostr.Bodl.i321 (ii B.C.), Str.15.1.20, POxy.326 (i A.D.); τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Plu. Pomp.41, cf. Arat.25; τῆς καμήλου LXX Ge.31.34; cj. in A.Pr. 463. III pile, ὅπλων Plu.Cat.Ma.20.
German (Pape)
[Seite 857] τό, 1) das, was dem Pferde, Esel, Maulthier aufgepackt wird, Decke, Saum- oder Packsattel, Plut. Pomp. 41 Arat. 25; auch die darauf gepackte Last, die ganze Last eines Maulthiers, App. Mthr. 82. – 2) von Menschen. Bedeckung, Bekleidung, bes., wie σάγος, ein grobes Oberkleid, Ar. Vesp. 1142, wo der Schol. erkl. μαλλωτὸς σάγος. – 3) Ueberzug eines Schildes, Schildfutteral, τὸ τῆς ἀσπίδος ἔλυτρον, Phot. u. Hesych.: ἡ θήκη τοῦ ὅπλου, Suid., der aus Soph. (frg. 939) anführt κάλλιστα τεύχη δ' ἐν καλοῖσι σάγμασιν. So Ar. Ach. 548: τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος, d. i. den mit der Gorgo bezeichneten Schild. – 4) alles dicht über einander Gehäufte, Haufen, ἐν πολλοῖς σάγμασιν ὅπλων, Plut. Cat. mai. 20.
Greek (Liddell-Scott)
σάγμα: τό, (σάττω) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., κάλυμμα, ἐπένδυμα, ὡς τὸ σάγος, μέγα ἐπανωφόριον, δοκεῖ ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι Ἀριστοφ. Σφ. 1142· - τὸ ἐπικάλυμμα ἢ ἐπένδυμα ἀσπίδος, Ευρ. Ἀνδρ. 618, Ἀριστοφ. Ἀχ. 574.
ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ σαγὴ ΙΙ, ἐπίσαγμα, «σαμάρι» πρὸς φόρτωσιν, Στράβ. 693· τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Πλουτ. Πομπ. 41, Ἄρατ. 25· τῆς καμήλου Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΑ΄, 34). ΙΙΙ. πράγματα σεσωρευμένα εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, σωρός, ὅπλων Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
charge, attirail ; d’où
I. attirail d’équipement :
1 armure;
2 vêtement, manteau;
3 postér. harnais de bête de somme, bât, selle;
II. tas, monceau.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; v. σάττω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και σάχμα Α
κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ)
νεοελλ.
καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται μεταξύ του άξονα και του κυρίως εδράνου σιδηροδρομικού οχήματος
αρχ.
1. κάλυμμα ανθρώπων, μεγάλο πανωφόρι, επενδύτης
2. επένδυμα ασπίδας («τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῡ σάγματος;», Αριστοφ.)
3. σωρός, στοίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -μα (πρβλ. πράγ-μα)].