σείρινος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(6_10)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σείρῐνος''': -η, -ον, (σειρός) [[θερμός]], [[καυστικός]], [[μάλιστα]] ἐπί τῶν θερινῶν καυμάτων, σ. ἱμάτια, ἐλαφρά θερινά ἐνδύματα, καλοκαιρινά, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ.
|lstext='''σείρῐνος''': -η, -ον, (σειρός) [[θερμός]], [[καυστικός]], [[μάλιστα]] ἐπί τῶν θερινῶν καυμάτων, σ. ἱμάτια, ἐλαφρά θερινά ἐνδύματα, καλοκαιρινά, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, Α [[Σείριος]]<br /> <b>1.</b> [[θερμός]], [[καυστικός]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σείρινα]] ἱμάτια» — [[ελαφρά]], καλοκαιρινά ενδύματα.
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σείρῐνος: -η, -ον, (σειρός) θερμός, καυστικός, μάλιστα ἐπί τῶν θερινῶν καυμάτων, σ. ἱμάτια, ἐλαφρά θερινά ἐνδύματα, καλοκαιρινά, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α Σείριος
1. θερμός, καυστικός
2. φρ. «σείρινα ἱμάτια» — ελαφρά, καλοκαιρινά ενδύματα.