σκελιφρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />desséché, décharné.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]].
|btext=ά, όν :<br />desséché, décharné.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[σκελεφρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αποξηραμένος<br /><b>2.</b> [[ξηρός]], [[κατάξηρος]]<br /><b>3.</b> [[κάτισχνος]] («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...[[εἶναι]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[ξηρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέλλω]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών τ. [[σκληφρός]], [[στιφρός]]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελιφρός Medium diacritics: σκελιφρός Low diacritics: σκελιφρός Capitals: ΣΚΕΛΙΦΡΟΣ
Transliteration A: skeliphrós Transliteration B: skeliphros Transliteration C: skelifros Beta Code: skelifro/s

English (LSJ)

(in Erot. with v.l. σκελεφρός), ά, όν,

   A dry, parched, lean, dry or lean looking, Hp.Aër.4, v.l. in Art.8; Att. σκληφρός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 891] trocken, dürr, hager, Hippocr. u. Sp., auch σκελεφρός geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

σκελιφρός: (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, ξηρός, κατάξηρος, κάτισχνος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. σκληφρός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
desséché, décharné.
Étymologie: σκέλλω.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. σκελεφρός, -ά, -όν, Α
1. αποξηραμένος
2. ξηρός, κατάξηρος
3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ' επίδραση τών τ. σκληφρός, στιφρός].