σκευωρία: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />maniement, mise en œuvre ; <i>en mauv. part</i> machination, intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />maniement, mise en œuvre ; <i>en mauv. part</i> machination, intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σκαιωρία]] Α [[σκευωρός]]<br />δόλιο [[τέχνασμα]], [[μηχανορραφία]], [[ραδιουργία]] (α. «έπεσε [[θύμα]] σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] ή [[φύλαξη]] τών σκευών<br /><b>2.</b> πολύ [[μεγάλη]] [[φροντίδα]], ιδιαίτερη [[μέριμνα]]<br /><b>3.</b> κριτική [[λεπτότητα]] ή [[τεχνική]] [[επεξεργασία]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄρχησις]], [[χορεία]], [[καιρία]], παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευωρία Medium diacritics: σκευωρία Low diacritics: σκευωρία Capitals: ΣΚΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: skeuōría Transliteration B: skeuōria Transliteration C: skevoria Beta Code: skeuwri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A care of baggage, etc., Poll.10.15: generally, great care, excessive care, σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς Arist.HA631b15, etc.; ἡ περὶ ταῦτα σ. Id.GA718a33; σ. γίγνεται περί τι Philem.61; critical nicety or elaboration, D.H. Comp.25; σ. διθυραμβική Id.Th.29; τεχνική ib.5, cf. Phld.Rh.1.65 S.    II knavery, intrigue, D.55.2, Plu.Lys.25, Dio 30.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.

Greek (Liddell-Scott)

σκευωρία: ἡ, προσοχὴ ἢ φύλαξις τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, καθόλου, μεγάλη φροντίς, ὑπερβολικὴ μέριμνα, σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται περί τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· λεπτότης κριτικὴ ἢ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ αὐτόθι 5. II. τέχνασμα, πανουργία, ῥᾳδιουργία, Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
maniement, mise en œuvre ; en mauv. part machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκαιωρία Α σκευωρός
δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών
2. πολύ μεγάλη φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα
3. κριτική λεπτότητα ή τεχνική επεξεργασία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».