σκληροπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_8)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληροπᾰγής''': -ές, ὁ σταθερῶς συγκεκολλημένος, [[συμπαγής]], [[τραχύς]], [[σκληρόσαρκος]], Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 8.
|lstext='''σκληροπᾰγής''': -ές, ὁ σταθερῶς συγκεκολλημένος, [[συμπαγής]], [[τραχύς]], [[σκληρόσαρκος]], Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[στερεά]], [[σταθερά]] συγκολλημένος, [[συμπαγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>στερεο</i>-<i>παγής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροπᾰγής Medium diacritics: σκληροπαγής Low diacritics: σκληροπαγής Capitals: ΣΚΛΗΡΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: sklēropagḗs Transliteration B: sklēropagēs Transliteration C: skliropagis Beta Code: sklhropagh/s

English (LSJ)

ές,

   A firmly put together, hard, Xenocr. ap. Orib.2.58.18.

German (Pape)

[Seite 901] ές, von harter Zusamnensügung, fest verbunden, Xenocrat.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροπᾰγής: -ές, ὁ σταθερῶς συγκεκολλημένος, συμπαγής, τραχύς, σκληρόσαρκος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 8.

Greek Monolingual

-ές, Α
στερεά, σταθερά συγκολλημένος, συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. στερεο-παγής].