σκυτοτόμος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui taille du cuir ; ὁ [[σκυτοτόμος]] :<br /><b>1</b> ouvrier en cuir <i>en gén.</i><br /><b>2</b> cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκῦτος]], [[τέμνω]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui taille du cuir ; ὁ [[σκυτοτόμος]] :<br /><b>1</b> ouvrier en cuir <i>en gén.</i><br /><b>2</b> cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκῦτος]], [[τέμνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη<br /><b>2.</b> [[υποδηματοποιός]] ή [[διορθωτής]] παλαιών [[υποδημάτων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκῡτος</i> «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λίθο</i>-[[τόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A leather-cutter, worker in leather, Il.7.221, Pl.R.601c, X. Cyr.6.2.37, etc.; esp. shoemaker, cobbler, Ar.Eq.740, Lys.414, Pl. Grg.447d, al., IG22.2403 (Piraeus, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 909] Leder schneidend, bes. zu Schuhen; als subst. der Lederarbeiter, Riemer, Sattler, Schuster; Il. 7, 221; Ar. Equ. 737 Eccl. 385; Plat. Prot. 319 d Gorg. 447 d u. öfter; Xen. Cyr. 6, 2, 37.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτόμος: ὁ, (√ΤΕΜ, τέμνω) ὁ κόπτων δέρματα, ἐργαζόμενος εἰς δέρματα, Ἰλ. Η. 221, Πλάτ. Πολ. 601C, Ξεν., κλπ.· μάλιστα δὲ ὑποδηματοποιός, ἢ διορθωτὴς παλαιῶν ὑποδημάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 740, Λυσ. 414, Πλάτ. Γοργ. 447D, κ. ἀλλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «λωροτόμος, σκηνορράφος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui taille du cuir ; ὁ σκυτοτόμος :
1 ouvrier en cuir en gén.
2 cordonnier.
Étymologie: σκῦτος, τέμνω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη
2. υποδηματοποιός ή διορθωτής παλαιών υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῡτος «κατεργασμένο δέρμα» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λίθο-τόμος.