Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σολοικία: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />incorrection, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />incorrection, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[σόλοικος]]<br /><b>1.</b> [[σφάλμα]] στη [[χρήση]] τών λέξεων ή στην [[ακολουθία]] τών προτάσεων, [[σολοικισμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ σολοικίας» — [[τίτλος]] έργου του Αμμωνίου.
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σολοικία Medium diacritics: σολοικία Low diacritics: σολοικία Capitals: ΣΟΛΟΙΚΙΑ
Transliteration A: soloikía Transliteration B: soloikia Transliteration C: soloikia Beta Code: soloiki/a

English (LSJ)

ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.

German (Pape)

[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.

Greek (Liddell-Scott)

σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.

Greek Monolingual

ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.