στέριφος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> solide, ferme, dur;<br /><b>2</b> stérile (femme);<br /><i>Cp.</i> στεριφώτερος, <i>Sp.</i> στεριφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]]; cf. [[στερρός]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> solide, ferme, dur;<br /><b>2</b> stérile (femme);<br /><i>Cp.</i> στεριφώτερος, <i>Sp.</i> στεριφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]]; cf. [[στερρός]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίφη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[στέριφος]]<br />η [[στείρα]] πλοίου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στέριφον</i><br />α) η [[ρίζα]] βράχου<br />β) [[έδαφος]] τραχύ και πετρώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. <i>στερ</i>- του [[στερεός]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]], [[ἔριφος]]). Το επίθ. [[είναι]] ομώνυμο του [[στέριφος]] (ΙΙ)].———————— <b>(II)</b><br />-ίφη, -ον, Α<br />(για [[γυναίκα]]) [[στείρα]], άγονη («στερίφη γὰρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα [[πώποτε]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. ιδιόμορφου σχηματισμού <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στερ</i>- της λ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει ή δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει» και εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔλαφος]], [[ἔριφος]]). Το επίθ. [[είναι]] ομώνυμο του [[στέριφος]] (Ι) (<b>βλ.</b> και λ. [[στερεός]])].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέρῐφος Medium diacritics: στέριφος Low diacritics: στέριφος Capitals: ΣΤΕΡΙΦΟΣ
Transliteration A: stériphos Transliteration B: steriphos Transliteration C: sterifos Beta Code: ste/rifos

English (LSJ)

η, ον,= στερεός,

   A firm, solid, of ground, διὰ τοῦ ἕλους, ᾗ ἦν . . -ώτατον Th.6.101, cf. Anon. ap. Suid. s.h.v.; τὰς πρῴρας -ωτέρας ἐποίησαν Th.7.36; στερίφοις . . τοῖς ἐμβόλοις with their rams made solid, ibid.    2 Subst. στέριφον, τό, rock-bottom, IG22.1668.8, 1682.5.    II = στεῖρα (B), barren, unfruitful, of women, Ar.Th. 641, Pl.Tht.149b; of animals, Arist.HA611a12; of fruit, Thphr.CP 2.11.1.

German (Pape)

[Seite 937] = στερεός, στεῤῥός, starr, steif, fest; ῃ πηλῶδες ἦν καὶ στεριφώτατον, Thuc. 6, 101; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες ἐς ἔλασσον στεριφωτέρας ἐποίησαν, 7, 56; unfruchtbar, Ar. Th. 641, von einer Frau, wie Plat. Theaet. 149 b; Arist. H. A. 9, 4; vgl. Ruhnk. Tim. p. 239. – Beim Schiffe ist ἡ στέριφος = στεῖρα, Suid. v. ἐπωτίσιν.

Greek (Liddell-Scott)

στέρῐφος: -η, -ον, = στερεός, στερρός, σταθερός, στερεός, ἐπὶ ἐδάφους, διὰ τοῦ ἕλους ἦν ... στεριφώτατον Θουκ. 6. 101, πρβλ. Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ.· τὰς πρῴρας στεριφωτέρας ἐποίησας Θουκ. 7. 36· στερίφοις ... τοῖς ἐμβόλοις, μὲ τὰ ἔμβολά των πεποιημένα στερεά, αὐτόθι. ΙΙ. στεῖρος, Λατιν. sterilis, ἄγονος, ἄκαρπος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 641, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β, πρβλ. Ruhnk. Tim.· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4· ἐπὶ καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 2. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., στέριφος: ἡ, στεῖρα (Β), κοινῶς «στέρφος», Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στεῖρα, μὴ τεκοῦσα, μηδὲ τίκτουσα», καὶ «στερίφοις· ἀνισχύροις, ἀγόνοις», καὶ «στεριφώτερον· ἀνισχυρότερον. μὴ στερεώτερον».

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 solide, ferme, dur;
2 stérile (femme);
Cp. στεριφώτερος, Sp. στεριφώτατος.
Étymologie: στερεός; cf. στερρός.

Greek Monolingual

(I)
-ίφη, -ον, Α
1. στερεός, σταθερός, ασφαλής
2. το θηλ. ως ουσ. στέριφος
η στείρα πλοίου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον
α) η ρίζα βράχου
β) έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ- του στερεός με εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο του στέριφος (ΙΙ)].———————— (II)
-ίφη, -ον, Α
(για γυναίκα) στείρα, άγονη («στερίφη γὰρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα πώποτε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. ιδιόμορφου σχηματισμού < θ. στερ- της λ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει ή δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει» και εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο του στέριφος (Ι) (βλ. και λ. στερεός)].