στεφανίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_15)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεφᾰνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[στέφανος]], Ἀνακρ. 54, Ἀνακρεόντ. 45. 15· [[ὡσαύτως]] -ίσκη, ἡ, Θεογνώστ. Καν. 110.
|lstext='''στεφᾰνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[στέφανος]], Ἀνακρ. 54, Ἀνακρεόντ. 45. 15· [[ὡσαύτως]] -ίσκη, ἡ, Θεογνώστ. Καν. 110.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[στέφανος]], [[στεφανάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνίσκος Medium diacritics: στεφανίσκος Low diacritics: στεφανίσκος Capitals: ΣΤΕΦΑΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: stephanískos Transliteration B: stephaniskos Transliteration C: stefaniskos Beta Code: stefani/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of στέφανος, Anacr.54, Anacreont.42.15, SIG1106.122 (Cos, iv/iii B.C.), Dsc.1.30.4, Longus 1.9, al.: also στεφᾰν-ίσκη, ἡ, Theognost.Can.110.

German (Pape)

[Seite 939] ὁ, dim. zu στέφανος, Kränzchen, Anacr. 40, 5. 42, 15.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ στέφανος, Ἀνακρ. 54, Ἀνακρεόντ. 45. 15· ὡσαύτως -ίσκη, ἡ, Θεογνώστ. Καν. 110.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. μικρός στέφανος, στεφανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].