στραγγαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=étrangler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στραγγάλη]].
|btext=étrangler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στραγγάλη]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[στραγγουλίζω]] Ν [[στραγγάλη]] / [[στραγγούλα]]]<br /><b>1.</b> [[πνίγω]], [[θανατώνω]] κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με [[σχοινί]] ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον»)<br /><b>2.</b> [[απαγχονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />1.<b>ναυτ.</b> [[συσφίγγω]] δύο [[σχοινιά]] χρησιμοποιώντας [[στραγγάλη]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]] χαλαρωμένη [[αλυσίδα]] άγκυρας με στραγγαλιστήρα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπνίγω]], [[καταπατώ]] (α. «[[στραγγαλίζω]] την [[αλήθεια]]» β. «στραγγαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας»).
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλίζω Medium diacritics: στραγγαλίζω Low diacritics: στραγγαλίζω Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: strangalízō Transliteration B: strangalizō Transliteration C: straggalizo Beta Code: straggali/zw

English (LSJ)

   A strangle, Str.6.1.8 (as v.l.), Plu.2.530d; τὸν τράχηλον Alciphr.3.49.

German (Pape)

[Seite 950] erwürgen, stranguliren, τινά, Plut. de vit. pud. 4; τὸν τράχηλον, Alciphr. 3, 49.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγᾰλίζω: δι’ ἀγχόνης πνίγω, ἀπαγχονίζω, Λατιν. strangulare, Στράβ. 260, Πλούτ. 2. 530D· τὸν τράχηλον Ἀλκίφρων 3. 49.

French (Bailly abrégé)

étrangler, acc..
Étymologie: στραγγάλη.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν στραγγάλη / στραγγούλα]
1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον»)
2. απαγχονίζω
νεοελλ.
1.ναυτ. συσφίγγω δύο σχοινιά χρησιμοποιώντας στραγγάλη
2. συγκρατώ χαλαρωμένη αλυσίδα άγκυρας με στραγγαλιστήρα
3. μτφ. καταπνίγω, καταπατώ (α. «στραγγαλίζω την αλήθεια» β. «στραγγαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας»).