στρατοπεδευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στρατοπεδευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στρατοπεδεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στρατοπέδευση]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδευτικός Medium diacritics: στρατοπεδευτικός Low diacritics: στρατοπεδευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratopedeutikós Transliteration B: stratopedeutikos Transliteration C: stratopedeftikos Beta Code: stratopedeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.

German (Pape)

[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.