στρογγύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source
(6_3)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγύλωμα''': [ῠ], τό, [[σύμπλεγμα]], [[κόμβος]], [[δεσμός]], «κατσάρωμα», τριχῶν Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 16).
|lstext='''στρογγύλωμα''': [ῠ], τό, [[σύμπλεγμα]], [[κόμβος]], [[δεσμός]], «κατσάρωμα», τριχῶν Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 16).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[στρογγυλῶ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[στρογγυλώνω]], το [[στρογγύλευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα μαλλιά) [[βοστρύχωμα]], [[κατσάρωμα]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγύλωμα Medium diacritics: στρογγύλωμα Low diacritics: στρογγύλωμα Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΩΜΑ
Transliteration A: strongýlōma Transliteration B: strongylōma Transliteration C: stroggyloma Beta Code: stroggu/lwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A pillow or mosquito-net, τριχῶν Al. 1 Ki. 19.16.

German (Pape)

[Seite 955] τό, das Gerundete, Abgerundete, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλωμα: [ῠ], τό, σύμπλεγμα, κόμβος, δεσμός, «κατσάρωμα», τριχῶν Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 16).

Greek Monolingual

το, ΝΑ στρογγυλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα
αρχ.
(για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα.