συκοπέδιλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκοπέδῑλος''': ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, [[παρῳδία]] τοῦ Ὁμηρικοῦ [[χρυσοπέδιλος]], [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφάντης]], Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2. | |lstext='''σῡκοπέδῑλος''': ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, [[παρῳδία]] τοῦ Ὁμηρικοῦ [[χρυσοπέδιλος]], [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφάντης]], Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[παρωδία]] της ομηρικής λ. [[χρυσοπέδιλος]] με [[λογοπαίγνιο]] [[προς]] τη λ. [[συκοφάντης]]) αυτός που [[φορά]] σύκινα πέδιλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πτηνο</i>-<i>πέδιλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A fig-sandaled, a parody on Homer's χρυσοπέδιλος, with a play on συκοφάντης, Cratin.69.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, nach dem homerischen χρυσοπέδιλος gebildet, eigtl. der in Sykophantenfohlen geht, = συκοφάντης, Ar. Equ. 527.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοπέδῑλος: ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, παρῳδία τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσοπέδιλος, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφάντης, Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως παρωδία της ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο-πέδιλος].