συμπάρεδρος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(6_17)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπάρεδρος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.
|lstext='''συμπάρεδρος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[πάρεδρος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρεδρος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», <b>Φώτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συμπάρεδρος: -ον, ὁ ὁμοῦ παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).