συναναπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(6_13a)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, = [[συνανάκειμαι]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.
|lstext='''συναναπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, = [[συνανάκειμαι]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μετέχω]] σε [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[ξαπλώνω]] [[μαζί]] με άλλους για να κοιμηθώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπίπτω]] «[[πέφτω]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[ξαπλώνω]] για το [[δείπνο]]»].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπίπτω Medium diacritics: συναναπίπτω Low diacritics: συναναπίπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synanapíptō Transliteration B: synanapiptō Transliteration C: synanapipto Beta Code: sunanapi/ptw

English (LSJ)

   A concubo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. πίπτω), mit bei Tische liegen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, = συνανάκειμαι, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].