συνεγγίζω: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s’approcher tout à fait de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγίζω]]. | |btext=s’approcher tout à fait de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> βρίσκομαι ή [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεγγίζω]], [[φθάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγίζω]] «[[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A draw near, Plb.1.23.8; τινι to a person or thing, Id.3.69.13, D.S.3.72, 17.41; -ιζούσης τῆς ἀποτέξεως Sor.1.56; -ίζοντος τοῦ ἡλίου Gem.17.28; approximate, τῇ τῶν ἀγαθῶν φύσει Stoic. 1.48; τῇ ἀληθείᾳ Hipparch.1.10.8, cf. Phld.Rh.1.362 S.; τῇ μανίᾳ Id.Mus. p.99 K.; abs. (sc. τῇ σοφίᾳ), Id.Ir.p.74 W.; θέρους τοῦ -ίζοντος τῷ φθινοπώρῳ in the part of summer verging on autumn, Dsc.2.77; σ. τῇ ἀκμῇ nearing the prime of life, Marcellin.Puls.339.
German (Pape)
[Seite 1009] sich annähern, Pol. 1, 23, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγίζω: ἔρχομαι πλησίον ὁμοῦ, συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
s’approcher tout à fait de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐγγίζω.
Greek Monolingual
Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].