συγγέωργος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille à la terre avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γεωργός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille à la terre avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γεωργός]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί έναν [[τόπο]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί συγγέωργοι</i><br />[[μέλη]] συνδέσμου γεωκτημόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γεωργός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί έναν [[τόπο]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί συγγέωργοι</i><br />[[μέλη]] συνδέσμου γεωκτημόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γεωργός]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί έναν [[τόπο]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί συγγέωργοι</i><br />[[μέλη]] συνδέσμου γεωκτημόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γεωργός]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγέωργος Medium diacritics: συγγέωργος Low diacritics: συγγέωργος Capitals: ΣΥΓΓΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: syngéōrgos Transliteration B: syngeōrgos Transliteration C: syggeorgos Beta Code: sugge/wrgos

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης, γεωργός, Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille à la terre avec un autre.
Étymologie: σύν, γεωργός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.