σύμπηκτος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />solidement assemblé, solidement construit ; compact.<br />'''Étymologie:''' [[συμπήγνυμι]]. | |btext=ος, ον :<br />solidement assemblé, solidement construit ; compact.<br />'''Étymologie:''' [[συμπήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σύμπηκτος]], -ον, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[πηχτός]], πηγμένος («[[γάλα]] σύμπηκτον», Φιλόξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον [[συγκροτημένος]], [[μαζί]] κατασκευασμένος<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[συμπαγής]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σύμπηκτος]], -ον, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[πηχτός]], πηγμένος («[[γάλα]] σύμπηκτον», Φιλόξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον [[συγκροτημένος]], [[μαζί]] κατασκευασμένος<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[συμπαγής]]. | |mltxt=-η, -ο / [[σύμπηκτος]], -ον, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[πηχτός]], πηγμένος («[[γάλα]] σύμπηκτον», Φιλόξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον [[συγκροτημένος]], [[μαζί]] κατασκευασμένος<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[συμπαγής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A put together, constructed, framed, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; πλαίσια ξ. compact, f.l. for ξύμπτυκτα in Ar.Ra. 800. 2 curdled, σ. γάλα Philox.2.36.
German (Pape)
[Seite 987] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; γάλα, geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπηκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) εἶναι διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον γάλα, πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
solidement assemblé, solidement construit ; compact.
Étymologie: συμπήγνυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ συμπήγνυμι
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ συμπήγνυμι
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.