συναπεργάζομαι: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> aider à achever, à accomplir <i>ou</i> à exécuter;<br /><b>2</b> venir en aide à, compléter <i>ou</i> achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπεργάζομαι]]. | |btext=<b>1</b> aider à achever, à accomplir <i>ou</i> à exécuter;<br /><b>2</b> venir en aide à, compléter <i>ou</i> achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπεργάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἀπεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] στην [[ετοιμασία]] ή στην [[αποπεράτωση]] ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βελτιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συναπεργάζομαι]] τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — [[βοηθώ]] με τη [[γλώσσα]] και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν [[αποτέλεσμα]] σε εκείνους που ακούν. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀπεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] στην [[ετοιμασία]] ή στην [[αποπεράτωση]] ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βελτιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συναπεργάζομαι]] τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — [[βοηθώ]] με τη [[γλώσσα]] και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν [[αποτέλεσμα]] σε εκείνους που ακούν. | |mltxt=Α [[ἀπεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] στην [[ετοιμασία]] ή στην [[αποπεράτωση]] ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βελτιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συναπεργάζομαι]] τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — [[βοηθώ]] με τη [[γλώσσα]] και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν [[αποτέλεσμα]] σε εκείνους που ακούν. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A help in finishing or completing, Pl.R.443e, Ti.38e. II σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, elaborate the plots by language and gestures, Arist.Po.1455a22,30; of an orator, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει help the effect by the use of gestures, etc., Id.Rh.1386a31.
German (Pape)
[Seite 1001] dep. med., mit od. zugleich fertig machen, bereiten helfen; Plat. Tim. 38 e Rep. IV, 473 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συναπεργάζομαι: ἀποθετ., ἀπεργάζομαι ὁμοῦ, τελειώνω ὁμοῦ, Πλάτ. Πολ. 443Ε, Τίμ. 38Ε. ΙΙ. σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, βοηθῶ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μύθων ὥστε νὰ φέρωσιν ἀποτέλεσμα ἐπὶ τοὺς ἀκούοντας, Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1, πρβλ. 3· οὕτως ἐπὶ ῥήτορος, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14.
French (Bailly abrégé)
1 aider à achever, à accomplir ou à exécuter;
2 venir en aide à, compléter ou achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, etc.).
Étymologie: σύν, ἀπεργάζομαι.
Greek Monolingual
Α ἀπεργάζομαι
1. βοηθώ στην ετοιμασία ή στην αποπεράτωση ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», Πλούτ.)
2. βελτιώνω
3. φρ. «συναπεργάζομαι τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — βοηθώ με τη γλώσσα και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν αποτέλεσμα σε εκείνους που ακούν.
Greek Monolingual
Α ἀπεργάζομαι
1. βοηθώ στην ετοιμασία ή στην αποπεράτωση ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», Πλούτ.)
2. βελτιώνω
3. φρ. «συναπεργάζομαι τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — βοηθώ με τη γλώσσα και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν αποτέλεσμα σε εκείνους που ακούν.