συνεξετάζω: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> rechercher <i>ou</i> examiner ensemble;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> se faire rechercher <i>ou</i> poursuivre en justice avec, τινι;<br /><b>2</b> être mis au rang de, être du parti de, τινι;<br /><b>3</b> se comparer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξετάζω]]. | |btext=<b>I.</b> rechercher <i>ou</i> examiner ensemble;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> se faire rechercher <i>ou</i> poursuivre en justice avec, τινι;<br /><b>2</b> être mis au rang de, être du parti de, τινι;<br /><b>3</b> se comparer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξετάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ερευνώ]] από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[κάτι]] παράλληλα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι συνεξεταζόμενοι</i><br />αυτοί που εξετάζονται [[μαζί]] σε μια [[άσκηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεξετάζομαι</i><br />[[αμιλλώμαι]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ συνεξεταζόμενοι [[μετά]] τινος» — αυτοί που ανήκουν στην [[ίδια]] [[παράταξη]] με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ερευνώ]] από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[κάτι]] παράλληλα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι συνεξεταζόμενοι</i><br />αυτοί που εξετάζονται [[μαζί]] σε μια [[άσκηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεξετάζομαι</i><br />[[αμιλλώμαι]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ συνεξεταζόμενοι [[μετά]] τινος» — αυτοί που ανήκουν στην [[ίδια]] [[παράταξη]] με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>). | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[ερευνώ]] από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[κάτι]] παράλληλα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι συνεξεταζόμενοι</i><br />αυτοί που εξετάζονται [[μαζί]] σε μια [[άσκηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεξετάζομαι</i><br />[[αμιλλώμαι]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ συνεξεταζόμενοι [[μετά]] τινος» — αυτοί που ανήκουν στην [[ίδια]] [[παράταξη]] με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
A search out and examine along with or together, Pl.Lg.900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ, Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― ὡσαύτως, συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, μετροῦμαι πρός τινα, ἁμιλλῶμαι πρός τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.
French (Bailly abrégé)
I. rechercher ou examiner ensemble;
II. Pass. 1 se faire rechercher ou poursuivre en justice avec, τινι;
2 être mis au rang de, être du parti de, τινι;
3 se comparer à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξετάζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι
αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων
αρχ.
1. μέσ. συνεξετάζομαι
αμιλλώμαι προς κάποιον
2. φρ. «οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος» — αυτοί που ανήκουν στην ίδια παράταξη με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (Δημοσθ.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι
αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων
αρχ.
1. μέσ. συνεξετάζομαι
αμιλλώμαι προς κάποιον
2. φρ. «οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος» — αυτοί που ανήκουν στην ίδια παράταξη με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (Δημοσθ.).