φιλέραστος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλέραστος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] ἔρωτος, [[ἐρωτικός]], Πολύβ. 24. 5, 7, Ἀνθ. Π. 5. 144, κλπ. ΙΙΙ. ὁ τοῖς ἐρασταῖς [[ἀγαπητός]], [[ῥόδον]] Ἀνθ. Π. 5. 136· πηκτὶς [[αὐτόθι]] παράρτ. 327. | |lstext='''φῐλέραστος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] ἔρωτος, [[ἐρωτικός]], Πολύβ. 24. 5, 7, Ἀνθ. Π. 5. 144, κλπ. ΙΙΙ. ὁ τοῖς ἐρασταῖς [[ἀγαπητός]], [[ῥόδον]] Ἀνθ. Π. 5. 136· πηκτὶς [[αὐτόθι]] παράρτ. 327. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέραστος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στους έρωτες, [[ερωτικός]]<br /><b>2.</b> ο [[αγαπητός]] στους εραστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστός]] «[[αγαπητός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἔραμαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A amorous, Plb.23.5.7, AP5.143 (Mel.), etc. II dear to lovers, ῥόδον AP5.135 (Mel.); πακτίς IG14.793.5 (Naples).
German (Pape)
[Seite 1276] 1) gern, gewöhnlich liebend, verliebt, zu Liebschaften geneigt, Pol. 24, 5,7. – 2) Liebenden hold, angenehm; ῥόδον Mel. 98 (V, 136); πακτίς Ep. ad. 743 (App. 327).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέραστος: -ον, ὁ πλήρης ἔρωτος, ἐρωτικός, Πολύβ. 24. 5, 7, Ἀνθ. Π. 5. 144, κλπ. ΙΙΙ. ὁ τοῖς ἐρασταῖς ἀγαπητός, ῥόδον Ἀνθ. Π. 5. 136· πηκτὶς αὐτόθι παράρτ. 327.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλέραστος, -ον, ΝΑ
1. επιρρεπής στους έρωτες, ερωτικός
2. ο αγαπητός στους εραστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστός «αγαπητός» (< ἔραμαι)].