ὑπέρειμι: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_1)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ἀνώτερος]], [[ὑπερέχω]], Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ».
|lstext='''ὑπέρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ἀνώτερος]], [[ὑπερέχω]], Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ».
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰμί]]].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρειμι Medium diacritics: ὑπέρειμι Low diacritics: υπέρειμι Capitals: ΥΠΕΡΕΙΜΙ
Transliteration A: hypéreimi Transliteration B: hypereimi Transliteration C: ypereimi Beta Code: u(pe/reimi

English (LSJ)

(εἰμί

   A sum) to be superior, Lyd.Mens.2.6, EM664.20.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. εἶμι), darüber weggehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι ἀνώτερος, ὑπερέχω, Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ».

Greek Monolingual

ΜΑ
υπερέχω, υπερτερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + εἰμί].