ὑπόβλημα: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6_21) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόβλημα''': τό, [[πρᾶγμα]] ὑποβαλλόμενον, [[ὑπόστρωμα]], [[στρῶμα]], ὑποβλήματα μαλακὰ Ἱππιατρ. σ. 40, 23., 108, 16, κτλ. 2) ὑπ. τριήρους, ἐπὶ σημασίας ἀγνώστου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Seewesen, 161. | |lstext='''ὑπόβλημα''': τό, [[πρᾶγμα]] ὑποβαλλόμενον, [[ὑπόστρωμα]], [[στρῶμα]], ὑποβλήματα μαλακὰ Ἱππιατρ. σ. 40, 23., 108, 16, κτλ. 2) ὑπ. τριήρους, ἐπὶ σημασίας ἀγνώστου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Seewesen, 161. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Μ [[ὑποβάλλω]]<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[αποκάτω]], [[στρώμα]], [[υπόστρωμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything put under, bedding, Hippiatr.10 (pl.). 2 dub. sens. in list of naval equipment, IG22.1621, al.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, das Untergelegte, Sp.; bei den Trieren im Att. Seew. oft. Vgl. κατάβλημα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβλημα: τό, πρᾶγμα ὑποβαλλόμενον, ὑπόστρωμα, στρῶμα, ὑποβλήματα μαλακὰ Ἱππιατρ. σ. 40, 23., 108, 16, κτλ. 2) ὑπ. τριήρους, ἐπὶ σημασίας ἀγνώστου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Seewesen, 161.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ ὑποβάλλω
καθετί που τοποθετείται αποκάτω, στρώμα, υπόστρωμα.