σύσσηψις: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_9) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύσσηψις''': ἡ, [[σῆψις]] πολλῶν πραγμάτων [[ὁμοῦ]], ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 2, Γεωπ. 2. 2, 3., 23, 10. | |lstext='''σύσσηψις''': ἡ, [[σῆψις]] πολλῶν πραγμάτων [[ὁμοῦ]], ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 2, Γεωπ. 2. 2, 3., 23, 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήψεως, ἡ, ΜΑ [[συσσήπω]]<br />η [[σήψη]] που γίνεται [[μαζί]] («φύονται... αὗται καὶ [[τἆλλα]] τὰ ὀστρακόδερμα ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putrefaction, Arist.HA546b24, Gp.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 1043] ἡ, das Mit-, Zusammenfaulen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
σύσσηψις: ἡ, σῆψις πολλῶν πραγμάτων ὁμοῦ, ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 2, Γεωπ. 2. 2, 3., 23, 10.
Greek Monolingual
-ήψεως, ἡ, ΜΑ συσσήπω
η σήψη που γίνεται μαζί («φύονται... αὗται καὶ τἆλλα τὰ ὀστρακόδερμα ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως», Αριστοτ.).