χαμευνία: Difference between revisions
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(6_11) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμευνία''': ἡ, τὸ [[χαμαὶ]] κοιμᾶσθαι, Φιλόστρ. 105, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | |lstext='''χᾰμευνία''': ἡ, τὸ [[χαμαὶ]] κοιμᾶσθαι, Φιλόστρ. 105, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[χαμευνῶ]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κανείς]] [[καταγής]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χαμευνίαι</i><br />στρώματα ύπνου τοποθετημένα [[καταγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a lying on the ground, Ph.1.323 (pl.), Gal.17(2).642, Philostr.VA3.15, Gym.43. II pl., sleeping-mats, Poll.6.11.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμευνία: ἡ, τὸ χαμαὶ κοιμᾶσθαι, Φιλόστρ. 105, Πολυδ. Ϛ΄, 11.
Greek Monolingual
ἡ, Α χαμευνῶ
1. το να κοιμάται κανείς καταγής
2. στον πληθ. αἱ χαμευνίαι
στρώματα ύπνου τοποθετημένα καταγής.