φιλαπόδημος: Difference between revisions
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime à voyager.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπόδημος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime à voyager.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπόδημος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλαπόδημος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, [[ταξιδιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόδημος]] «ξενιτεμένος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of travelling, X.HG4.3.2, Dicaearch.1.30, Ael.NA7.24; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.12.
German (Pape)
[Seite 1275] gern abwesend, verreisend, reiselustig, Xen. Hell. 4, 3,2.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰπόδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à voyager.
Étymologie: φίλος, ἀπόδημος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται
αρχ.
αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].