φευκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(6_11)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
|lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φευκτός]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αποφεύγει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευκτικός Medium diacritics: φευκτικός Low diacritics: φευκτικός Capitals: ΦΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pheuktikós Transliteration B: pheuktikos Transliteration C: fefktikos Beta Code: feuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to avoid, opp. ὀρεκτικός, c. gen., Arist.de An.431a13; opp. αἱρετικός, Phld. Mus.p.93 K.

German (Pape)

[Seite 1267] flüchtig, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτικός: -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ ὀρεκτικός, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φευκτός
αυτός που έχει την τάση να αποφεύγει κάποιον ή κάτι.